- πολύγναμπτον
- πολύγναμπτοςmuch-bentmasc/fem acc sgπολύγναμπτοςmuch-bentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύγναμπτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές 2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.) 3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω… … Dictionary of Greek